- σφουγγάτο
- το και σφογγάτο, το ομελέτα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
σφουγγάτο — το / σφουγγᾱτον, ΝΜ και σφογγάτο Ν και σφογγᾱττον Μ ομελέτα. [ΕΤΥΜΟΛ. < σφόγγος/ σπόγγος + κατάλ. άτο (πρβλ. λεμον άτο). Ο νεοελλ. τ. σφουγγάτο με κώφωση τού /ο/ σε /u/, πρβλ. κώδων: κουδούνι] … Dictionary of Greek
ξέρω — και ξεύρω και ηξεύρω (Μ ξέρω και ἠξεύρω) γνωρίζω, κατέχω (α. «νομίζει ότι τά ξέρει όλα» β. «καὶ σὺ οὐδὲ τὸν Ἀλφάβητον ἠξεύρεις συλλαβῆσαι», Πρόδρ.) νεοελλ. 1. έχω γνωριμία με κάποιον, γνωρίζω κάποιον, μού είναι γνωστός κάποιος 2. φρ. α) «δεν θέλω … Dictionary of Greek
σφογγάτο — το, / σφογγᾱτον ΝΜ βλ. σφουγγάτο … Dictionary of Greek